-
1 κραίνω
Aκρᾰνέω Emp.111.2
; [dialect] Att. [var] contr. , E. Supp. 375 [ κρᾱνῶ in compd. codd., nisi leg. - κράνῃ vel - κραίνει]: [tense] aor. ἔκρᾱνα ib. 369; [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἔκρηνα, inf. κρῆναι, Od.5.170, Herod.7.69 (dub.):—[voice] Med., [tense] fut. inf. in pass. senseκρᾰνέεσθαι Il.9.626
: [tense] aor.ἐπ-εκρήναντο Q.S.14.297
:—[voice] Pass., [tense] fut.κρανθήσομαι A.Pr. 911
: [tense] aor.ἐκράνθην Pi.P.4.175
, E.Hec. 219: κέκρανται [ per.] 3sg. [tense] pf. [voice] Pass., A.Supp. 943, also [ per.] 3pl., E.Hipp. 1255 (sed leg. συμφορά).—Hom. (v. infr.) mostly uses the [dialect] Ep. [tense] pres. κραιαίνω, [tense] impf. ἐκραίαινεν, [tense] aor. imper. κρήηνον, κρηήνατε, inf. κρηῆναι: [ per.] 3sg. [tense] pf. [voice] Pass.ἐπι-κεκράανται Od.4.616
: [tense] plpf. ἐπι-κεκράαντο ib. 132: [tense] aor.ἐκρᾱάνθην Theoc.25.196
. (Orig. κρᾱαίνω ( ἐκράαινεν has Ms. authority in Il.5.508, ἐπεκράαινε in 2.419, ἐπεκράανε in 3.302; cf.κράανον· τέλεσον Hsch.
, ἐπικραᾶναι· τῇ κεφαλῇ ἐπινεῦσαι, τελέσαι Id.), [var] contr. κραίνω, κρῆναι, etc. and by distraction κραιαίνω, κρηῆναι, etc.: κρᾱαίνω from κρᾱς - ṇ-yω ([etym.] κάρα, κράατα) = κεφαλαιόω 'achieve'.):—poet. Verb, accomplish, fulfil,τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ Il.1.41
, 504, cf. Od.17.242; οἵ μευ φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε better than I both to conceive and accomplish, 5.170;κρῆνον νῦν καὶ ἐμοὶ.. ἔπος ὅττι κεν εἴπω 20.115
; καί τε κραίνουσιν ἕκαστα, of the Thriae, h.Merc. 559; l. c.; μαντεύματα κ. give true oracles, E. Ion 464 (lyr.);δίκας θνατοῖσι κραίνων B.12.45
;τοῦ δ' ἐκραίαινεν ἐφετμάς Il.5.508
, cf. Pi.O.3.11; οἵ ῥ' ἔτυμα κραίνουσι those dreams come true, Od.19.567; freq. in A., esp. of Fate, as Pr. 512, al., cf. S.OC 914, Tr. 127 (lyr.), etc.:—[voice] Pass., with [tense] fut. [voice] Med., to be accomplished, brought to pass,οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῇδέ γ' ὁδῷ κρανέεσθαι Il. 9.626
;πατρὸς δ' ἀρὰ.. τότ' ἤδη παντελῶς κρανθήσεται A.Pr. 911
, cf. 213; κέκρανται ψῆφος the vote hath been cast, Id.Supp. 943;ψῆφος ἡ κρανθεῖσα E.Hec. 219
; (lyr.):— for the phrase ἐπὶ χείλεα κεκράαντο, v. ἐπικραίνω; of a person, ἐκράνθην I was perfected (Sch. ἐπετελέσθην), Pi.Pae.9.34.II = τιμᾶν, Hsch.; so perh. in h.Merc. 427 κραίνων ἀθανάτους τε θεοὺς καὶ γαῖαν ἐρεμνήν, ὡς ἐγένοντο (less prob. finishing [ the tale of] the gods and earth, how they were made).III abs., exercise sway, reign,δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον.. ἀρχοὶ κραίνουσι Od.8.391
: c. acc. cogn., κ. σκῆπτρα sway the staff of rule, S.OC 449; .2 after Hom., c. gen., reign over, govern, στρατοῦ, τῆς χώρας, τῆσδε γῆς, χθονός, S. Aj. 1050, OC 296, 862, 926: in later [dialect] Ep. c. dat., Orph. A. 475: c. acc.,κ. Διὸς οἴκους IG14.433
([place name] Tauromenium); ἐπὶ σπλῆνα κ., of a vein, dominate, Aret.CA2.2, cf. CD1.2.IV intr., come to an end, result in a thing, ποῖ δῆτα κρανεῖ; A.Ch. 1075 (anap.); of disease, culminate, be at its worst, Aret.SD2.8, CA1.1.2 Medic., of bones, etc., terminate,ὅπῃ κραίνουσι Hp.Art.45
, cf. Aret.SD1.7, 8; extend,ἀπὸ ἥπατος ἐς νεφρούς Id.CA2.6
.
См. также в других словарях:
κραίνω — (I) κραίνω και κραιαίνω και κρααίνω (Α) (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώ (α. «οἵ μεν φέρτεροί εἰσι νοῆσαί τε κρῆναί τε», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ μοι δοκέει μύθοιο τελευτὴ τῆδέ γ ὁδῷ κρανέεσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. πραγματοποιώ, εκπληρώνω (α.… … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ … Dictionary of Greek
Μάρεϊ, Τζόζεφ Έντουαρντ — (Joseph Edward Murray, Μίντφορντ, Μασαχουσέτη 1919 –). Αμερικανός χειρουργός. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Κατά τη διάρκεια της θητείας του σε στρατιωτικά νοσοκομεία κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, βρέθηκε πολλές φορές… … Dictionary of Greek